Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἄλευρον, τὸ


Ερμηνεία:

 [το αλεύρι, το προϊόν της άλεσης, δηλαδή η μεταροπή των σπόρων των δημητριακών σε σκόνη με μηχανικά μέσα]



Ετυμολογία:

[< (Αρχ.) άλευρον < Μεσαιων. αλεύριν <αλεύριον < αλέω, αλώ (αλέθω). Στην Κ. Δ., Ματθ 13,33, Λουκ. 4,14]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: